-
1 номинальный
επ.1. ονομαστικός•-ая стоймость ονομαστική αξία.
2. ο κατ όνομα, μόνο στο όνομα, καλούμενος, λεγόμενος. -
2 диаметр
η διάμετρ/οςсопряжённые - ы συζυγείς - οι (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диаметр
-
3 номинальныйая
номинальный||аястоимость ἡ ὁνομαστική ἀξία.